- Λομέ
- (Lomé). Πόλη (700.000 κάτ. το 1997) και πρωτεύουσα του Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και βρίσκεται σε μια παράκτια λωρίδα ανάμεσα στον Aτλαντικό ωκεανό και στην εσωτερική παράκτια λιμνοθάλασσα. Δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα και οφείλει την ανάπτυξή της στην κατασκευή, από τους Γερμανούς, στις αρχές του 20ού αι., δύο σιδηροδρομικών γραμμών προς το εσωτερικό της χώρας. Έδρα του πανεπιστημίου του Mπενίν –που ιδρύθηκε το 1970– διαφόρων πνευματικών ιδρυμάτων και της εθνικής βιβλιοθήκης, η Λ., ως πρωτεύουσα, συγκεντρώνει την πνευματική ζωή της χώρας και είναι κέντρο των κυριότερων εθνικών οικονομικών δραστηριοτήτων, σπουδαίο εμπορικό λιμάνι που εξυπηρετεί την εξαγωγή φωσφάτων, κακάο, καφέ, κόπρας και βαμβακιού. Ο βιομηχανικός τομέας είναι ανεπτυγμένος στους τομείς των χημικών προϊόντων (σαπούνια, αρώματα), της μεταποίησης των γεωργικών προϊόντων, της υφαντουργίας και της παραγωγής μπίρας, τα συγκροτήματα της οποίας τροφοδοτούνται από έναν θερμοηλεκτρικό σταθμό.
H πόλη, από την οποία ξεκινούν οι οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες της χώρας, εξυπηρετείται από διεθνές αεροδρόμιο (στην Tοκόιν, στα ΒΔ του πολεοδομικού συγκροτήματος).
Ιστορία. Η Λ. αναπτύχθηκε μετά το 1897 ως πρωτεύουσα του τότε γερμανικού Τόγκολαντ και ως λιμάνι για την εξαγωγή πρώτων υλών. Στη συνέχεια, πέρασε στον έλεγχο των Άγγλων και των Γάλλων (1914-22) και, τέλος, στη γαλλική κυριαρχία (1922-60). Το 1960 ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ανεξάρτητου Τόγκο.
Προεκλογική συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε το 1998, στην πόλη Λομέ του Τόνγκο (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.